- Κουρήτες
- Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ένοπλοι Κ. χόρευαν έναν έξαλλο χορό –ο οποίος αρχικά ήταν γνωστός με την ονομασία πρύλις και αργότερα πυρρίχη– χτυπώντας τις ασπίδες τους για να μην ακούσει ο Κρόνος τα κλάματα του βρέφους. Διαδόθηκαν στη συνέχεια στον ελληνικό κόσμο και γρήγορα ταυτίστηκαν με τους Κάβειρους της Σαμοθράκης, με τους Iδαίους Δακτύλους (στη Μεσσηνία, στην Αρκαδία και στην Ολυμπία) και με τους Κορύβαντες, ακολούθους της Κυβέλης, η οποία ταυτιζόταν με τη Ρέα (στη Μικρά Ασία, όπου ήταν διαδεδομένη η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας).
* * *Κουρῆτες και Κωρῆτες, -ων, οἱ (Α)1. αρχαίος λαός που κατοικούσε στην Πλευρώνα τής Αιτωλίας και ο οποίος, αφού εκδιώχθηκε από τους Αιτωλούς, κατοίκησε στην Ακαρνανία («Κουρῆτες τ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν Καλυδῶνα», Ομ. Ιλ.)2. (στην αρχ. ελλ. θρησκεία) θεότητες νεαρής ηλικίας, ακόλουθοι τών Νυμφών και τών Σατύρων, που λατρεύονταν ιδίως στην Κρήτη ενθουσιαστικά με οργιαστικούς χορούς σε μυστικές τελετές και είχαν τις ίδιες περίπου ιδιότητες που είχαν παρεμφερείς οργιαστικοί δαίμονες βακχικού τύπου, όπως ήταν οι Τελχίνες, οι Κάβειροι, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κορύβαντες3. (στην Έφεσο) θρησκευτικός εξαμελής θίασος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ής, -ῆτος (πρβλ. γυμνής, -ῆτος)].
Dictionary of Greek. 2013.